- σύγχρωτα
- σύγχρωταbody to bodyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγχρώτα — ή σύγχρωτα Α επίρρ. σώμα με σώμα, κολλητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα» μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *σύγχρως] … Dictionary of Greek